- δημόσιος
- -ια και -ία, -ιο (AM δημόσιος, -ία, -ονΑ και δαμόσιος, -ία, -ον)I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια»)2. αυτός που ανήκει στο κράτος («δημόσια κτήματα» «τὰς δημοσίας σιταποθήκας», «καὶ τῶν δημοσίων οὕτω δὴ... ἐπιμελήσασθαι ὥσπερ τῶν σφετέρων»)νεοελλ.1. αυτός που γίνεται ενώπιον τού λαού ή μεταξύ τού λαού («δημόσιος έλεγχος», «δημόσιος έρανος»)2. φρ. α) «δημόσιος βίος» — η πολιτική ζωή, οι παράγοντες που τή διαμορφώνουν και οι πολιτικές ενέργειες προσώπων και κομμάτωνβ) «δημόσιος ανήρ ή άνδρας» — πολιτικός, όποιος ασχολείται με τα κοινάγ) «δημόσιος υπάλληλος» — υπάλληλος που υπηρετεί σε κρατική υπηρεσία και μισθοδοτείται από το κράτοςδ) «δημόσιος κίνδυνος» — οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε είναι επικίνδυνο για την κοινωνία, για ομάδες ανθρώπων ή συγκεκριμένα πρόσωπαε) «δημόσιος κατήγορος» — ο εκπρόσωπος τού νόμου σε ορισμένα δικαστήριαστ) «δημόσια γνώμη» — η κοινή γνώμη, η κοινή αντίληψη που διαμορφώνεται για κάποιο ζήτημα ή γεγονόςζ) «δημόσια διοίκηση» — η διοίκηση και λειτουργία τών κρατικών υπηρεσιώνη) «δημόσια επιχείρηση» — επιχείρηση που διευθύνεται άμεσα ή έμμεσα από το κράτος ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίουθ) «δημόσια οικονομία»(i) η διαχείριση τών οικονομικών τού δημοσίου, τού κράτους(ii) η δημόσια οικονομικήι) «δημόσια οικονομική» — ο κλάδος τής οικονομικής επιστήμης που μελετά τα προβλήματα τών οικονομικών τού κράτουςια) «δημόσια τάξη» — η προστασία από τις αρμόδιες αρχές τής κανονικής κοινωνικής συμβίωσης, σύμφωνα με τους νόμους τού κράτουςιβ) «δημόσια υπηρεσία»(i) η υπηρεσία στο δημόσιο ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου(ii) ο χρόνος τής υπηρεσίας ενός δημόσιου υπαλλήλουιγ) «δημόσιες δαπάνες» — η διάθεση τών χρημάτων τού δημοσίουιδ) «δημόσιες επενδύσεις» — το σύνολο τών δημόσιων δαπανών που αποσκοπούν στη δημιουργία κεφαλαιουχικών αγαθών, στην εξυπηρέτηση τής πολιτικής τής ανάπτυξης και στη διατήρηση τής οικονομικής σταθερότηταςιε) «δημόσιες σχέσεις» — οι ενέργειες κράτους, κρατικής υπηρεσίας, ιδιωτικής επιχείρησης, συλλόγου, οργανισμού, ατόμου για τη διαμόρφωση ευνοϊκής στάσης τής κοινής γνώμης, τού Τύπου, ομάδων, κρατών κ.λπ.ιστ) «δημόσιο χρέος»(i) το χρέος τού κράτους από τη σύναψη δανείων(ii) το σύνολο τών δανείων που έχει συνάψει το κράτοςιζ) «δημόσια έργα» — τα έργα κοινής ωφέλειας που προγραμματίζονται και εκτελούνται από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίεςιη) «δημόσια θεάματα» — παραστάσεις, προβολές, καλλιτεχνικές κ.ά. εκδηλώσεις ενώπιον τού κοινούμσν.1. (για φόρο) εκείνος που καταβάλλεται στο κράτος από τους υπηκόους του2. (για εγκλήματα και αδικήματα) όποιο στρέφεται κατά τού κράτους3. φρ. α) «δημοσία ὄψις» — διαπόμπευσηβ) «δημοσία ἀπόλυσις» παραγραφή αδικήματοςII. το αρσ. ως ουσ. ο δημόσιοςαρχ.-μσν.ο δήμιοςμσν.το δημόσιο ταμείο, ο δημόσιος θησαυρόςαρχ.1. υπάλληλος ή δούλος τού δημοσίου (δημόσιος κήρυκας, αστυνομικός υπάλληλος, συμβολαιογράφος, γραμματέας)2. δημόσιο θύμα, αποδιοπομπαίος, (φαρμακός, κάθαρμα) που θανατώνεται ή κακοποιείται για εξιλασμό τής κοινότητας3. ο κατ' επάγγελμα κίναιδοςIII. το θηλ. ως ουσ. η δημόσια (AM δημοσίαΑ και δαμοσία)η πόρνηαρχ.η σκηνή τών βασιλέων τής ΣπάρτηςIV. το ουδ. εν. ως ουσ. το δημόσιο (AM το δημόσιον)το κράτος, η πολιτεία («χρωστάει στο δημόσιο», «ὁπόταν τὸ δημόσιον... ἡγῆταί τις ἀδικεῖσθαι»)νεοελλ.ο λαός, το κοινό («πρέπει να γίνουν γνωστά στο δημόσιο»)μσν.1. ο φόρος που επιβάλλει το κράτος σε κτήματα2. δικαστήριοαρχ.1. κτήριο ή ίδρυμα κρατικό2. δεσμωτήριο3. το κρατικό ταμείο4. το γυναικείο αιδοίοV. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δημόσια (AM δημόσια)νεοελλ.1. οι κρατικές ή πολιτικές υποθέσεις (σε αντίθεση με τις ιδιωτικές ή οικογενειακές)2. τα πορνείαμσν.εγκλήματα κατά τού κράτουςαρχ.τα αρχεία τού κράτουςVI. επίρρ. δημόσια και δημοσίᾳ και δημοσίως (AM δημοσίᾳ και δημοσίως)σε δημόσια εμφάνιση, μπροστά σε κοινόαρχ.1. με απόφαση τού δήμου2. εκτελώντας δημόσια υπηρεσία, κρατική αποστολή3. σε δικαστήριο τού δήμουτού λαού4. (φρ. «ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ» — και στον ιδιωτικό και στον δημόσιο βίο5. «θνήσκω δημοσίᾳ» — πεθαίνω με απόφαση τού δικαστηρίου από το χέρι τού δημίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. δημόσιος, μολονότι σημασιολογικώς παρέχει την εντύπωση πως προέρχεται από το δήμος, είναι παράγωγο τού δημότης (δημότης > *δημότ-ιος > δημόσιος) όπως και το επίθ. δημοτ-ικός (> δημοτ-ικός)].
Dictionary of Greek. 2013.